- ἀείσκωψ
- ἀείσκωψ, a kind ofA owl (cf. σκώψ), so called (acc. to Arist.) from not being migratory, perh. Ephialtes scops, Arist.HA617b32. (Pl. -σκῶπες, but
ἀείσκωπες Eust.1524.6
.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀείσκωπες Eust.1524.6
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αείσκωψ — ἀείσκωψ ( ωπος), ο (Α) είδος νυχτοκόρακα ή κουκουβάγιας (λατ. Strix aluco). Η ονομασία του προήλθε, κατά τον Αριστοτέλη, από το γεγονός ότι δεν αποδημεί ποτέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + σκώψ (= είδος κουκουβάγιας)] … Dictionary of Greek
ἀεισκῶπες — ἀείσκωψ owl masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεισκώπων — ἀείσκωψ owl masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀείσκωπας — ἀείσκωψ owl masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀείσκωπες — ἀείσκωψ owl masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek